Tuesday, July 25, 2006

Διακοπές μ' ένα καλό βιβλίο.

Σαν εργαζόμενος δικαιούμαι όπως όλος ο κόσμος άδεια. Και δεν σκοπεύω με τίποτα να τη χάσω. Παίρνω λοιπόν από αύριο μαγιώ, ραδιόφωνο και βιβλία και ξεκινάω για τα νησιά. Φέτο δεν την πατάω όπως πέρσι που πήγα σε ένα και συνεχώς επιθυμούσα να ήμουν σε άλλο. Φέτος θα πάω σε πολλά. Και είμαι σίγουρος ότι θα επιθυμήσω εκείνο το ένα. Αλλά αυτά έχει το καλοκαίρι. Το βιβλίο που θα πάρω μαζί μου είναι τα εξής τρία: Οι "Ακυβέρνητες Πολιτείες" του Στρατή Τσίρκα από τις εκδόσεις Κέδρος. Ο Στρατής Τσίρκας με την τριλογία του αυτή έχει καθιερωθεί εδώ και χρόνια ως συγγραφέας διεθνούς ακτινοβολίας. Η τριλογία αποτελεί ένα χρονικό τριών πόλεων: της Ιερουσαλήμ, του Καϊρου και της Αλεξάνδρειας την εποχή του πολέμου της Μέσης Ανατολής. Ήρωας του βιβλίου είναι ο Μάνος, ο οποίος λιποτακτεί από τον εθνικό στρατό και προσχωρεί στην αριστερά. Ακολουθούν μυστικές αποστολές από τη μία πόλη στην άλλη που τον μπλέκουν σε επικίνδυνες σχέσεις και τον οδηγούν στο δίλημμα τι από τα δυο να διαλέξει: τον ανθρωπισμό ή τις απάνθρωπες προσταγές του κόμματός του. Τα τρία βιβλία είναι "Η Λέσχη", "Αριάγνη", και "Η Νυχτερίδα".


Καλά διαβάσματα και
καλές διακοπές σε όλους.
Θα μου λείψει το πανηγύρι των blog. Τέλος Αυγούστου με το καλό πάλι εδώ.

Sunday, July 23, 2006

"Ο οικουμενικός Δημήτρης Χατζής"

Στο προηγούμενο ποστ μου πρότεινα το βιβλίο του Δημήτρη Χατζή "Το Τέλος της Μικρής μας Πόλης", το οποίο και θεωρώ ένα σπουδαίο βιβλίο. Την επομένη διαβάζω ένα αφιέρωμα στην Ελευθεροτυπία για τον συγγραφέα που κλείνουν 25 χρόνια από τον θάνατό του γραμμένο από τον Βασίλη Καλαμαρά. Αν και δεν συνηθίζω να αναδημοσιεύω από εφημερίδες και περιοδικά αυτό το άρθρο κρίνω ότι αξίζει να το διαβάσουν όσοι δεν έτυχε να το δουν δεδομένου ότι μπορεί να θελήσουν να αγοράσουν για να διαβάσουν και το βιβλίο.


'Είκοσι πέντε χρόνια προχθές (20 Ιουλίου) από τον θάνατο του Δημήτρη Χατζή, του συγγραφέα τού «Τέλους της μικρής μας πόλης» και άλλων πολυδιαβασμένων βιβλίων. Στο πλαίσιο ενός μικρού αφιερώματος, αναζητήσαμε τη μαρτυρία ενός ομοτέχνου και φίλου του, του ποιητή Τίτου Πατρίκιου. Τον συναντήσαμε ένα πρωινό στο διαμέρισμα-καταφύγιο μιας γωνιακής πολυκατοικίας επί της οδού Μερκούρη, με θέα το Πάρκο Ριζάρη:

«Με τον Δημήτρη Χατζή επικοινώνησα τα χρόνια της χούντας αλληλογραφικά, όταν εκείνος ζούσε στη Βουδαπέστη και εγώ βρισκόμουν στο Παρίσι. Από κοντά γνωριστήκαμε, όταν επιστρέψαμε κι οι δύο στην Ελλάδα, μετά τη μεταπολίτευση, και συνδεθήκαμε παρά πολύ. Μάλιστα, με είχε καλέσει σ' ένα συνέδριο ποιητών στη Βουδαπέστη, στο οποίο δεν μπόρεσα να πάω. Είχε θυμώσει, γιατί νόμιζε ότι δεν ήθελα να πάω εγώ. Ετσι, κοντραριστήκαμε λιγάκι. »Οταν ξεκίνησε με μεγάλο ενθουσιασμό την έκδοση του περιοδικού "Το Πρίσμα", μου ζήτησε τη μετάφραση του εκτενούς ποιήματος "Εικόνες στον Ροβινσώνα Κρούσο" του Σεν Τζον Περς, για τον οποίο τρέφαμε και οι δύο την ίδια αγάπη. Σ' αυτή τη μετάφραση αφιέρωσα ένα ολόκληρο καλοκαίρι, η οποία ωστόσο άρεσε στον Χατζή. Για μένα και για άλλους ήταν ένας καλός, αλλά δύσκολος φίλος».- Είκοσι πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, το έργο του εξακολουθεί να παραμένει ζωντανό, κι αν ναι, γιατί; «Ο Χατζής δίνει μια επαρχιακή κοινωνία στα διηγήματά του. Κι έχουμε την τάση να αντιμετωπίζουμε κάτι που είναι επαρχιακό σαν επαρχιώτικο. Δηλαδή, ως κλειστό, εσωστρεφές, αυτάρεσκο και αυτοεξυψωτικό απέναντι των ξένων πραγμάτων. Αντίθετα, ένας μεγάλος συγγραφέας, όπως είναι ο Χατζής, εμβαθύνοντας σε μια μικρή κοινωνία, μπορεί να συλλάβει και ν' αποδώσει συγκρούσεις, αντιθέσεις, υπερβάσεις, οι οποίες αποκτούν έναν οικουμενικό χαρακτήρα που απευθύνονται σ' όλους μας. Ενώ πολλά λογοτεχνικά έργα που χαρακτηρίζονται κοσμοπολιτικά, στην ουσία είναι επαρχιώτικα με την έννοια που είπα παραπάνω και τελικά δεν ενδιαφέρουν κανέναν».- Σε ποια σημεία διαφοροποιείται από τη σύγχρονη διηγηματογραφία;«Διαθέτει ένα στοιχείο, το οποίο πλέον σήμερα το υποτιμούμε, μην πω ότι το απορρίπτουμε. Είναι ελκυστικός στην ανάγνωση. Απολαμβάνεις να τον διαβάζεις. Και συχνά έχουμε την τάση να δίνουμε αξία μόνο στο στρυφνό και το δύσκολο γράψιμο. Θυμάμαι πάντα μία φράση του Αραγκόν, όταν ήταν σουρεαλιστής. Τον ρώτησε κάποιος: "Αν εκφραστεί κάποιος με τη σουρεαλιστική μέθοδο, θα γράψει καλά;". Τού απάντησε ο Γάλλος ποιητής: "Αν κανείς είναι ανόητος, με οποιαδήποτε μέθοδο κι αν γράψει, θα γράψει ανοησίες". »Το ενδιαφέρον για τον Δημήτρη Χατζή είναι επίσης, καθώς ήταν ένας άνθρωπος που ταξίδεψε πολύ, και αθέλητα και επειδή το επιθυμούσε, ότι έχει φέρει μέσα στα γραφτά του την αίσθηση του ανοιχτού χώρου μέσα στον οποίο κινήθηκε».- Διακρίνετε συγγένειες με ορισμένους μεταπολεμικούς πεζογράφους;«Καθώς με ρωτήσατε για τον Χατζή, μου ήρθε συνειρμικά στο μυαλό ένας άλλος συγγραφέας, διηγηματογράφος κι αυτός, που πέθανε νέος, ο Μάριος Χάκκας. Είδατε; Από το ένα χι μού ήρθε το άλλο χι. Παρ' ό,τι μιλάει για τη μικρή κοινωνία της αθηναϊκής συνοικίας, έχει ομοιότητες με τον Χατζή: την εμβάθυνση στα πράγματα και τον πολύ δύσκολο συνδυασμό της κοινωνικής συνθήκης με την υπαρξιακή αγωνία. Και καθώς σκεφτόμουν αυτά τα δύο χι, μου ήρθε στο μυαλό κι ένα τρίτο χι, σπουδαίος συγγραφέας κι αυτός που χάθηκε νέος, με διαφορετικό έργο από τους προηγούμενους, αλλά εξίσου πολύτιμο, ο Γιώργος Χειμωνάς». - Ο Δημήτρης Χατζής κράτησε πάντα αποστάσεις από την επίσημη κομματική γραμμή; «Οι αποστάσεις δημιουργήθηκαν από την αδιάλλακτη κριτική στάση που είχε ο Δημήτρης Χατζής. Και επειδή ήταν δύσκολος άνθρωπος, το τράβαγε».- Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, συνέπλευσε με τις ανανεωτικές τάσεις της Αριστεράς;«Ηταν πολύ επικριτικός στον λεγόμενο υπαρκτό σοσιαλισμό και δεν έβλεπε να υπάρχει διέξοδος ούτε στις ανανεωτικές προσπάθειες που γίνονταν τότε. Δέκα χρόνια προτού καταρρεύσουν τα καθεστώτα, εκτιμούσε ότι δεν θα επιβιώσουν. Αλλά εμπνεόταν πάντα από τον σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο, με δημοκρατία. Είχε ζήσει στην πλάτη του την έλλειψη της δημοκρατίας».
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 22/07/2006"

Saturday, July 22, 2006

Βιβλιοπρόταση διαφορετική


Σήμερα θα προτείνω άλλο ένα κλασσικό ελληνικό βιβλίο από τα καλύτερα κατά τη γνώμη μου της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Είναι τα διηγήματα του Δημήτρη Χατζή «Το Τέλος της Μικρής μας Πόλης» σε επανέκδοση από τις εκδόσεις Ροδακιό το 1999. Ο Δημήτρης Χατζής, για όσους δεν γνωρίζουν τον συγγραφέα, γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1913 και υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους Ελληνες πεζογράφους του προηγούμενου αιώνα, πιθανότατα ο πιο ουσιαστικός και καίριος, σύμφωνα με τους κριτικούς. Η γραφή του Χατζή συγκινητική και γλαφυρή δίνει την εντύπωση ότι ρέει ακατάπαυστα χωρίς σταματημό ενώ περιγράφει τα γεγονότα με έντονη αντικειμενικότητα. Ο ίδιος όμως ο συγγραφέας σε μια συνέντευξή του είχε εξηγήσει τον τρόπο γραφής του χαρακτηρίζοντας την τέχνη σαν κατασκευή και αποκαλύπτοντας το «μυστικό» του. «Γέλασα πάρα πολύ κάποτε» είχε πει «όταν ένας κριτικός, θέλοντας να με παινέψει, έγραψε πως τα διηγήματα τα δικά μου είναι βγαλμένα "με μια ανάσα". Και γέλασα γιατί εγώ ήξερα πως το καθένα τους είναι βγαλμένο με εκατό ανάσες, μέσα σε μια διάρκεια τεσσάρων ή πέντε χρόνων για το καθένα. Μέσα σ' αυτή τη μακριά διαδικασία, τη βασανιστική επεξεργασία, όλα τα στοιχεία του κάθε διηγήματος έπρεπε να γίνουν κύβοι ­ κανονικοί κύβοι, τόσο κλειστοί και τελειωμένοι που (το δοκίμασα μερικές φορές) μπορούν να αλλάζουν θέση μέσα στο διήγημα ώσπου να βρουν την τελική τους τοποθέτηση. Κύβοι λοιπόν».
«Το Τέλος της Μικρής μας Πόλης» μιλάει για την αγωνία της παλαιάς κοινωνίας που υποχωρεί μπροστά στον «νέο κόσμο» που έρχεται την εποχή της μετεμφυλιακής όπως είπαμε Ελλάδας. Και θεωρείται το καλύτερο βιβλίο του Χατζή. Παραθέτω το οπισθόφυλλο του βιβλίου. «Με το Τέλος της Μικρής μας Πόλης έχουμε ένα πυκνότατο και γλαφυρότατο διάγραμμα της κοινωνικής μας περιπέτειας από κει που την άφησαν οι γενιές του Μεσοπολέμου ώς εκεί που την παραλαμβάνει η γενιά της Αντίστασης. Ο Χατζής έφερε σε πέρας αυτή τη δύσκολη αποστολή που έπρεπε να καλύψει ένα μεγάλο ρήγμα στο νεοελληνικό μύθο. Δε θα μπορούσε να το κατορθώσει αν δεν διέθετε μεγάλο ταλέντο και γνώση που του επέτρεψαν να αφομοιώσει την παράδοση ολόκληρης της νεοελληνικής πεζογραφίας.»
Δημήτρης Ραυτόπουλος, 1964

Tuesday, July 18, 2006

Βιβλιοπροτάσεις αλλιώτικες απ' τις άλλες!

Σήμερα θα κάνω 4 βιβλιοπροτάσεις-εκπλήξεις για το καλοκαίρι. Μακριά από τα μπεστ σέλλερ και τους πολυδιαφημισμένους ευπώλητους μαϊντανούς- συγγραφείς. Διαφορετικές προτάσεις καθώς περιλαμβάνουν βιβλία πολύ παλαιότερα που θεωρώ ότι αξίζει να τα διαβάσουν όσοι είναι νεότεροι και δεν τα ξέρουν. Είναι κατά τη γνώμη μου βιβλία κλασικά, σταθμοί στην ελληνική πεζογραφία, τα οποία λίγο ως πολύ ασχολούνται με την πρόσφατη ελληνική ιστορία.

1. «Η Καγκελόπορτα» του Αντρέα Φραγκιά από τις εκδόσεις Κέδρος. Η Καγκελόπορτα γράφτηκε το 1962 και είναι το δεύτερο βιβλίο του Φραγκιά, ο οποίος τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο για το σύνολο του έργου του το 2000, δυο χρόνια πριν πεθάνει.
Η δεκαετία του ’60 είναι η εποχή που στην Ελλάδα το κοινωνικό μυθιστόρημα παραχωρεί έδαφος στο ψυχολογικό είδος.
Στην «Καγκελόπορτα» της λαϊκής πολυκατοικίας έχουμε τη μοναδική στο μεταπολεμικό μυθιστόρημα κοινωνιοψυχογραφία της ήττας, με ζουμ, στην ατομική ψυχολογία του φόβου και του πανικού του αδιεξόδου. Το έργο αυτό χαρακτηρίσθηκε μεταπολεμική τραγωδία, παραλληλίσθηκε με μια «Ορέστεια ­ χωρίς Ατρείδες», που αναφέρεται αποκλειστικά στη μοίρα των ανωνύμων.

2. «Το Πλατύ Ποτάμι» του Γιάννη Μπεράτη, για το οποίο ο συγγραφέας τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 1966. Το βιβλίο αφηγείται την Ιταλική επίθεση εναντίον των Ελλήνων στην Αλβανία που άρχισε το πρωί της 9ης Μαρτίου 1941 και κράτησε ως τις 20 Μαρτίου χωρίς οι Ιταλοί να πετύχουν τους στόχους τους. Τα όσα διαδραματίστηκαν εκείνες τις ημέρες τα περιγράφει με τον δικό του απαράμιλλο τρόπο ο Μπεράτης. Το «πλατύ Ποτάμι», έργο άρτιο με αρχή, μέση και τέλος αποτελεί το ίδιο πείρα ζωής καθώς ό,τι έχει γραφτεί εκεί είναι πείρα ζωής του ίδιου του συγγραφέα, λέει στον πρόλογό του ο Κ.Θ.Δημαράς.

3. «Το Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου από τις εκδόσεις Κέδρος που έχει κάνει μέχρι σήμερα 20 εκδόσεις.
Σε ένα απόσπασμα 40 ανδρών αρχικώς, επιλεγμένων με αυστηρά κριτήρια από το Γενικό Αρχηγείο του Δημοκρατικού Στρατού, ανατίθεται η επικίνδυνη αποστολή της μεταφοράς ενός κιβωτίου από την πόλη Ν. στην πόλη Κ. Η αποστολή είναι άκρως επικίνδυνη, καθώς η διαδρομή που χάραξε και ελέγχει ­ με τον ασύρματο ­ βήμα προς βήμα το Αρχηγείο διέρχεται από περιοχές που δεν ελέγχονται απολύτως από τις δυνάμεις του Δ.Σ. Στους αγωνιστές που μετέχουν της αποστολής ­ όλοι βαθμοφόροι, παρασημοφορηθέντες, έμπιστα και δοκιμασμένα μέλη του κόμματος ­ καθίσταται σαφές πως είναι εθελοντές σε αποστολή αυτοκτονίας. Παρά ταύτα, από τους 40 επιλεγέντες θα πάρουν μέρος στη θανάσιμη πορεία μόνο 35, καθώς 5 από αυτούς θα εκτελεστούν την παραμονή της αναχώρησης, ως ύποπτοι συμμετοχής σε αντικομματική, φραξιονιστική ομάδα. Όλα αυτά υποτίθεται πως συμβαίνουν το καλοκαίρι του 1949, από τις 14 Ιουλίου που ξεκίνησε το απόσπασμα από την πόλη Ν. ώς τις 20 Σεπτεμβρίου που ο μοναδικός επιζών παραδίδει το κιβώτιο στη στρατιωτική διοίκηση της πόλης Κ. Η αποστολή υποτίθεται πως είναι ζήτημα υψίστης σημασίας, αφού από την έκβασή της θα κριθεί το αποτέλεσμα του αγώνα του Δ.Σ., όπως η ηγεσία διαβεβαιώνει τα μέλη της. Λέμε «υποτίθεται», γιατί στην πραγματικότητα το καλοκαίρι του 1949 ο Δ.Σ. έχει ήδη ηττηθεί. Στο τέλος του μυθιστορήματος φυσικά περιμένει τον αναγνώστη μια μεγάλη έκπληξη.

4. «Η Κάθοδος των Εννιά» του Θανάση Βαλτινού από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Παραθέτω το κείμενο από το οπισθόφυλλο που είναι πολύ χαρακτηριστικό απόσπασμα από το ίδιο το βιβλίο. «Φύγαμε και μας έριξαν από πίσω. Μας ντουφέκισαν μέσα απ' το σπίτι. Γύρισα ξαφνιασμένος και είδα τον άντρα στην πόρτα να μας τινάζει μια χειροβομβίδα. Έπεσα χάμω κι άρχισα να κυλάω τον κατήφορο. Η χειροβομβίδα έσκασε σηκώνοντας καλαμιές στον αέρα. Βρήκα ένα τούμπι και καλύφτηκα. Μόλις καταλάγιασε η έκρηξη, ο άντρας πετάχτη όξω απ' τη μάντρα. Πίσω του βγήκαν και τα δυο παιδιά με τις αραβίδες στο χέρι. Πήραν τον κατήφορο κατά κει που 'σκασε η χειροβομβίδα. Τους έφερα στην μπούκα μου και τράβηξα. Ο άντρας κοντοστάθη, σήκωσε τα χέρια σα να μην το περίμενε κι έπεσε μπρούμυτα. Δίπλα του έπεσε και το 'να παιδί. Το άλλο γύρισε να φύγει λαφιασμένο. Του έριξα και το κράτησα.Σηκώθηκα ορθός και τους ξανάριξα. Στάθηκα λίγο να ανασάνω. Τους είδα έτσι ξαπλωταριά καλά καλά κι ένιωσα μια άγρια μοναξιά να ξεπηδάει από μέσα μου. Τινάχτηκα τρέχοντας και τράβηξα μια κλοτσιά με λύσσα στο κεφάλι του άντρα. Κι αμέσως έκλαψα. Πριν λίγο μας είχε ποτίσει νερό που να τον πάρει ο διάβολος».


Στο επόμενο ποστ μου θα κάνω άλλες 4 τέτοιου είδους προτάσεις για να μην πάει χαμένο βιβλιοφαγικά το καλοκαίρι μας.

Tuesday, July 11, 2006

Ρεαλισμός χαμηλών τονων


Ο Γιώργος Μπράμος ή σ’ αρέσει πολύ ή δεν σ’ αρέσει καθόλου. Και με το τρίτο του βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων «Άσπρα Γένια» απ’ τις εκδόσεις Καστανιώτη συμβαίνει το ίδιο. Ο Μπράμος έχει περάσει από Ιταλία, από τον κινηματογράφο, από την τηλεόραση, γενικά από τα media, κι έχει μαζέψει εμπειρίες θα έλεγα «ρεαλισμού». Αυτά έχει αφομοιώσει και τα παραθέτει στα διηγήματά του με την δική του ματιά. Ο Μπράμος γράφει για άντρες. Ξέρει καλά την αντρική ψυχολογία, τόσο καλά μάλιστα (το έχει αποδείξει και με την προηγούμενη συλλογή διηγημάτων του «Το βρεγμένο ρούχο») που μπορεί να πάρει απόσταση απ’ αυτήν και να την κοιτάξει με καθαρό μάτι. Νεορρεαλιστής, πυκνός, χαμηλών τόνων μιλάει χωρίς φιοριτούρες για τη ζωή μετά τα 50. Τα εννέα διηγήματα της συλλογής λένε την ιστορία 9 αντρών που η ζωή τους ξεγέλασε, οι ευκαιρίες δεν ήρθαν, κι αν ήρθαν ήταν αργά, για τη θλίψη και την πίκρα που συνοδεύει την ηλικία, για το μίσος που εκρήγνυται σχεδόν χωρίς λόγο και φτάνει μέχρι το φόνο, για τις εμμονές, για την παραίτηση. Όμως το ίδιο το βιβλίο δεν είναι θλιμμένο. Είναι στιβαρό και σφίζει από αλήθεια. Νομίζω το καλύτερο βιβλίο του Μπράμου. Αν η πραγματική ζωή έχει γοητεία ο Γ.Μ. την έχει μεταφέρει στις σελίδες του.
Παραθέτω το κείμενο από το οπισθόφυλλο του βιβλίου. «Ένας άνεργος που πιστεύει στα άστρα. Ένας λιμενικός που κρύβει μια λαθρομετανάστρια. Ένας γέρος που κόβει βόλτες στην κεντρική πλατεία της υγρής πόλης. Ένας υπάλλλος που επισκέπτεται τους παλιούς του φίλους στην επαρχία. Ένας παλιός αριστερός που ερωτεύεται ένα νέο κορίτσι. Κάποιος που στα γενέθλιά του απαρνείται τον απαγορευμένο καρπό?».

Tuesday, July 04, 2006

Ιδιότυπη αλλά "ροζ"


Η Λένα Διβάνη είναι μια αεικίνητη 50χρονη γυναίκα που γράφει σχεδόν τα πάντα και ακατάπαυστα. Άρθρα, δοκίμια, μυθιστορήματα, μελέτες, θεατρικά έργα και βρίσκεται με κάθε καινούριο γραπτό της στον αφρό των ΜΜΕ. Γεννήθηκε στο Βόλο το 1955 και είναι επίκουρη καθηγήτρια της Διπλωματικής Ιστορίας στη Νομική Σχολή Αθηνών και μέλος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Ασχολείται με τη μελέτη του εθνικισμού και των μειονοτήτων και έχει δημοσιεύσει τέσσερις ιστορικές μελέτες. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1990. Το 1995 η πρώτη της συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Γιατί δε μιλάς για μένα;» απέσπασε το βραβείο "Μαρίας Ράλλη" για πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς. Έκτοτε δημοσιεύει σχεδόν κάθε χρόνο βιβλίο, συνήθως νουβέλες που χαρακτηρίζονται από το γυναικείο θέμα τους. Η νέα της νουβέλα από τις εκδόσεις «Μελάνι» τιτλοφορείται «Νάντια» και ήδη έχει παρουσιασθεί από τις βιβλιοσελίδες των εφημερίδων. Όπως τα περισσότερα μυθιστορήματα-νουβέλες της έχει στο επίκεντρό της μια γυναίκα που ταλαιπωρείται από τη σύγχρονη ζωή που επιφυλάσσει τεράστια προβλήματα στο γυναικείο φύλο ιδιαίτερα όταν αποφασίζει να ξεφύγει από τα παραδοσιακά στερεότυπα. Υπηρετεί μια λογοτεχνία που ελάχιστα απέχει από τη «ροζ» αν εξαιρέσει κανείς ένα ιδιαίτερο χιούμορ που διαθέτει η συγγραφέας και κάποιες προσπάθειες να ξεπεραστούν τα κλισέ. Η «Νάντια» παρόλο που αποτελεί το ένατο ή δέκατο αν δεν κάνω λάθος βιβλίο της, δεν κατόρθωσε να ξεφύγει από την πεπατημένη της συγγραφέως. Η ηρωίδα της εργάζεται σε κατάστημα καλλυντικών και ασφυκτιά από την καταπίεση της ασφάλειας που της παρέχει το σπίτι της και η μητέρα της Νίκη, ο αρραβωνιαστικός της Τάσος, η εργοδότριά της και η ίδια η δουλειά της που της έχει «φορέσει» τη μάσκα ομορφιάς μιας εταιρίας καλλυντικών ευρείας κατανάλωσης. Το βιβλίο θα μπορούσε να θεωρηθεί και διαφημιστική μπροσούρα του Χόντος Σέντερ. Οι αντιξοότητες που αντιμετωπίζει η Νάντια σιγά αλλά σταθερά θα την οδηγήσουν στην τρέλα. Ο τρόπος πιθανώς θα πρέπει να θεωρηθεί συμβολικός διότι είναι κομμάτι οξύμωρο αφ’ ενός το ποιόν της ηρωίδας και αφ’ ετέρου η παράνοια στην οποία οδηγείται. Οι χαρακτήρες εξακολουθούν να είναι σχηματικοί και οι καταστάσεις σπρωγμένες για να οδηγηθούν εκεί που η συγγραφέας θα μπορέσει να ολοκληρώσει το σχόλιό της περί του σημερινού κοινωνικού κατεστημένου. Κι όμως οι ιστορικές μελέτες της θεωρούνται αξιόλογες και σοβαρές. Τι είναι στ’ αλήθεια αυτό που σπρώχνει έναν καθηγητή πανεπιστημίου να βγάζει τα βράδια την τήβεννο για να πλατσουρίζει στην απέραντη βαθιά θάλασσα της λογοτεχνίας;
Ένα βιβλίο που θα κάνει γρήγορες καλοκαιρινές πωλήσεις στον γυναικόκοσμο της τάξης της Νάντιας. Μια πρόταση γρήγορης προώθησης χωρίς παρεξήγηση. Να πωλείται στα καταστήματα Χόντος σε ειδικό σταντ με δώρο μια μάσκα ομορφιάς ή ένα αντιηλιακό.
Παραθέτω το κείμενο από το οπισθόφυλλο του βιβλίου.
«Η Νάντια είναι 22 χρόνων. Είναι αισθητικός της Clinique. Δουλεύει στον Χόντο της Ερμού. Η Νάντια ζει μια κανονική ζωή. Έχει μια οικογένεια που την προστατεύει, μια δουλειά που της αρέσει, φίλες που τη συντροφεύουν, τον Τάσο που την αγαπάει. Η Νάντια κανονικά θα ήταν ένα κορίτσι σαν όλα τα άλλα. Αλλά δεν είναι. Η Νάντια κανονικά θα ήταν ευτυχισμένη. Αλλά δεν είναι».
Free Web Site Counter
Site Counter