Tuesday, February 20, 2007

Σουρούνης αυτοβιογραφούμενος

Οι αυτοβιογραφίες έχουν γίνει της μόδας πλέον και στα καθ’ ημάς. Μετά από μια ορισμένη ηλικία οι συγγραφείς φαίνεται αισθάνονται «ώριμοι» να μιλήσουν για τον εαυτό τους και να εκτεθούν για τα καλά. Ακόμη και νεότεροι το επιχειρούν διαλέγοντας να αφηγηθούν ένα δυνατό κομμάτι από τη ζωή τους ακολουθώντας την ίδια μόδα που έχει κυριεύσει τον κόσμο και τροφοδοτείται συνεχώς από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, τα οποία προβάλουν «αληθινές ιστορίες» κάθε είδους. Αν η αυτοβιογραφία έχει ή όχι ενδιαφέρον δεν εξαρτάται από το τι έχει ζήσει στην πραγματικότητα ο συγγραφέας αλλά με τι τρόπο αφηγείται ό,τι έχει διαλέξει να διηγηθεί. Άρα, μπορώ να καταλήξω εν συντομία, οι αυτοβιογραφίες ακολουθούν την αξία του συγγραφέα τους.
Ο Αντώνης Σουρούνης είναι ένα δυνατό χαρτί της ελληνικής πεζογραφίας. Δεν μπορείς να διαβάσεις Σουρούνη και να κλείσεις το βιβλίο ξεχνώντας την αναστάτωση, την οποία σου έχει προκαλέσει. «Οι ιστορίες της Φρανκφούρτης», ο «Γκας ο γκάνγκστερ» είναι βιβλία που με έχουν κρατήσει ξάγρυπνο με τη γυναίκα μου να αναρωτιέται τι συμβαίνει. Το καινούριο του βιβλίο είναι διαφορετικό. Όχι σαν ύφος, ο Σουρούνης είναι πάντα ο ίδιος, αυτοβιογραφικός, αθυρόστομος, ειρωνικός, άμεσος. «Το μονοπάτι στη θάλασσα», από τις εκδόσεις Καστανιώτη, ακουμπά περισσότερο στον συναισθηματικό Σουρούνη. Είναι δε πέρα για πέρα αυτοβιογραφικό καθώς εξιστορεί την παιδική του ηλικία στη Θεσσαλονίκη, εκεί που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Με γραφή συνειρμητική, με συνεχείς παρεμβάσεις άλλων γεγονότων πηγαίνει μπρος πίσω και αναπαριστά γλαφυρά την Θεσσαλονίκη της οδού Μουσών, του Γεντί Κουλέ, της γειτονιάς, των παιδικών φίλων, των πρώτων σκιρτημάτων του έρωτα. Και όλα αυτά ιδωμένα με την αφελή ματιά του παιδιού, η οποία κρύβει την ειρωνική διάθεση του ενήλικα Σουρούνη. Δεν μπορώ να πω ότι είναι το καλύτερο βιβλίο του συγγραφέα, όμως οι 650 σελίδες του είναι γοητευτικές και συγκινητικές.
Παραθέτω το κείμενο από το οπισθόφυλλο.
«Ήταν πριν πολλά χρόνια, τότε που οι άνθρωποι δεν είχαν ακόμα χωριστεί σε πλούσιους και φτωχούς κι όλα πάνω στη γη ήταν μικρά, στενά και λίγα. Tα σπίτια μας ήταν μικρά, τα μαγαζιά ήταν μικρά, η οδός Mουσών ήταν στενή, το κρεβάτι μου ήταν στενό, οι εκκλησίες ήταν μικρές, οι φίλοι μου ήταν μικροί. Kαι τα ρούχα μας ήταν στενά και λίγα, αφού ο παπα-Γιώργης που μας τα 'δινε δε μας μετρούσε με τη μεζούρα. O κόσμος ήταν κι αυτός μικρός κι έπιανε από το δάσος του Σέιχ Σου μέχρι τη θάλασσα του Λευκού Πύργου. H ίδια η γη ήταν τόσο μικρή, που όταν πήγα σχολείο και την είδα πάνω στο τραπέζι του δάσκαλου μπόρεσα να την αγκαλιάσω. Tα αυτοκίνητα και τα αεροπλάνα ήταν τόσο λίγα, που όταν έβλεπες ένα χειροκροτούσες και το κοίταζες μέχρι να χαθεί, γιατί θ' αργούσες πολύ να ξαναδείς άλλο. Tηλέφωνο ούτε ακούγαμε ούτε βλέπαμε. Για να το δει κανείς, έπρεπε να φάει ξύλο. Aν ήταν μικρός, στο γραφείο του διευθυντή του σχολείου· αν ήταν μεγάλος, στο γραφείο του διευθυντή της αστυνομίας. Tο φαΐ ήταν τόσο λίγο, που όταν το είχαν οι άνθρωποι μπροστά τους κάνανε το σταυρό τους σαν μπροστά σε εικόνισμα. Kλέφτες δεν υπήρχαν, γιατί οι άνθρωποι δεν είχαν τίποτα να τους κλέψεις. Tο μόνο που έκλεβαν κάθε τόσο τα παλικάρια ήταν καμιά όμορφη κοπέλα, κι αυτό γιατί ο μπαμπάς της τσιγγουνευόταν να τους τη δώσει κι αφού εκείνη προηγουμένως τους είχε κλέψει την καρδιά».

Monday, February 05, 2007

Όποιος βλέπει πολύ τηλεόραση...

Στην Ελληνική λογοτεχνία συμβαίνουν συνήθως δυο πράγματα απ’ ό,τι έχω διαπιστώσει όλα τα χρόνια που την παρακολουθώ. Στην μια περίπτωση ένας συγγραφέας γνωρίζει μεγάλη και ξαφνική επιτυχία με το πρώτο του βιβλίο και μετά τα επόμενα απλώς συντηρούν τον μύθο του με σπάνιότατες εξαιρέσεις να εμφανίσουν ένα ακόμη ισάξιο βιβλίο. Και στη δεύτερη περίπτωση υπάρχουν συγγραφείς που δεν προσέχτηκαν με το πρώτο τους βιβλίο αλλά αργά ?ίσως και πιο γρήγορα- εμφάνισαν ένα δεύτερο, ένα τρίτο και ούτω καθεξής, με ολοένα και μεγαλύτερη συγγραφική επιτυχία σε κάθε καινούριο -δεν αναφέρομαι σε εμπορική επιτυχία. Αναρωτιέμαι λοιπόν μήπως η γρήγορη επιτυχία έχει βλαβερές συνέπειες στη γραφή ενός συγγραφέα. Θα μπορούσα να αναφέρω αρκετά παραδείγματα από τα διαβάσματά μου ?και όχι μόνο ελλήνων- αλλά σήμερα θα περιοριστώ σε έναν συγγραφέα. Το 1999 διάβασα τη «Συνείδηση της αιωνιότητας». Βρήκα ότι ήταν ένα καλό βιβλίο με δυνατή σκέψη και στιβαρή γραφή. Το 2002 διάβασα το «Λάλον ύδωρ» και έκρινα εντελώς υποκειμενικά ότι ήταν υποδεέστερο του πρώτου. Δεν διάβασα κάτι άλλο του Αλέξανδρου Ασωνίτη μέχρι το τελευταίο του το «Γεια σου, τηλεόραση». Στο συγκεκριμένο βιβλίο από τις εκδόσεις «Καστανιώτη», ο συγγραφέας διηγείται την ιστορία μιας φανταστικής απαγωγής 4 δημοφιλών δημοσιογράφων της τηλεόρασης, οι οποίοι φυλακίζονται σ’ ένα υπόγειο και βασανίζονται. Αυτό το σκηνικό μεταδίδεται με τη μορφή ριάλιτι από την τηλεόραση και ?υποτίθεται- ότι ξεσκεπάζεται η κακομοιριά της, η χυδαιότητά της μαζί και η μικρότητα του κόσμου που παρακολουθεί αυτά τα σώου αλλά και όλων μας. Συγχρόνως μέσα από μια διήγηση που αγγίζει τα όρια της επιστημονικής φαντασίας γίνεται η διαπίστωση ότι η βία μέσα από την τηλεόραση αναπαράγει τη βία. Κοινωνικό κατηγορώ; Κοινωνική κριτική της σύγχρονης τηλεοπτικής πραγματικότητας; Μάλλον προφανές σχόλιο θα το έλεγα με αναμενόμενη πλοκή και μονοδιάστατους χαρακτήρες. Κι όμως ο Ασωνίτης θεωρώ ότι έχει όλες τις προδιαγραφές και την προσωπική "τρέλα" για να γράψει ένα ακόμη δυνατό μυθιστόρημα. Πολύ καλή χρήση της γλώσσας και αμεσότητα στη γραφή του. Παραθέτω το κείμενο του οπισθόφυλλου.
«Ένα καταιγιστικό μυθιστόρημα, μέσα από το οποίο ο συγγραφέας απογυμνώνει την τηλεόραση από τον ανθρωπιστικό της ρόλο, διαταράσσει τα λιμνάζοντα ύδατα της κοινωνικής πραγματικότητας και αφυπνίζει τον καθηλωμένο θεατή από την αιώνια νάρκη του. Μια περιήγηση σ' έναν κόσμο παρανοϊκό και νοσηρό, σε μιαν ατμόσφαιρα βίαιη και ζοφερή, όπου η μικρή οθόνη απεκδύεται τις προφάσεις της ύπαρξης της και επιβάλλεται στυγνά αλλά ρεαλιστικά ως μέσον αργού και διαρκούς βασανισμού.Τέσσερις δημοφιλείς δημοσιογράφοι-παρουσιαστές της ιδιωτικής τηλεόρασης στην Ελλάδα απάγονται από μια τρομοκρατική οργάνωση. Φυλακίζονται σ' ένα υπόγειο, διαμορφωμένο σαν τηλεοπτικό στούντιο. Δένονται πλάτη πλάτη σ' έναν χώρο γεμάτο μόνιτορ και βίντεο γουόλ. Η ομηρία τους μετατρέπεται σε ριάλιτι σόου. Σπάει κάθε ρεκόρ τηλεθέασης. Οι σκηνές βίας αναμεταδίδονται σ' όλο τον κόσμο. Ο πλανήτης σταδιακά κατακλύζεται από ένα κύμα βίας. Η απαγωγή εντέλει γίνεται παράδειγμα για μίμηση.»
Free Web Site Counter
Site Counter