Friday, January 26, 2007

Ενδιαφέρουσα ηθογραφία

Ο Δημήτρης Καλαβρής είναι ένας νέος συγγραφέας από τη Χαλκίδα που παρουσιάζει από τις εκδόσεις Μεταίχμιο το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Άγγελος τιμωρός». Πρόκειται για ένα ηθογραφικό μυθιστόρημα που ζωντανεύει τα ήθη και έθιμα της Ηπείρου τη δεκαετία του ’40 αλλά και τη δεκαετία του ’70 καθώς η ιστορία που διηγείται ο συγγραφέας κινείται σε δυο χρονικά επίπεδα. Στο πρώτο παρακολουθούμε την τραγική ιστορία ενός παιδιού με το όνομα Μάριος, που λόγω μιας ιδιομορφίας της φύσης ?έχει μια λευκή τούφα στα μαύρα του μαλλιά- οδηγείται με παγανιστικό τρόπο σε μια θυσία από τους συμπατριώτες του οι οποίοι τον θεωρούν «εκλεκτό». Ενώ στη δεύτερη χρονική περίοδο αναδύεται η ιστορία ενός άλλου Μάριου που από την Αμερική έρχεται στην Ήπειρο να βρει μια χαμένη αγάπη του ?τη Χαρά- που είχε εξαφανιστεί την ημέρα των βομβαρδισμών από τους Γερμανούς, που δεν ήταν άλλη παρά η ίδια η μέρα της θυσίας του μικρού Μάριου. Το τέλος είναι ανατρεπτικό με έναν τρίτο Μάριο που θα εμφανιστεί σαν άγγελος τιμωρός να αποκαταστήσει τη χαμένη τάξη.
Το βιβλίο έχει το προτέρημα της καλής γραφής, άνετα κατηγοριοποιείται στα «καλά βιβλία». Μεταξύ δαιμόνων, χριστιανών, ηθών και εθίμων παλιών ακολουθεί την παραδοσιακή ηθογραφία και αναδεικνύει μια γοητεία που υπήρχε πάντα στα μέρη εκείνα της ελληνικής επαρχίας. Μια αδυναμία στο μυθιστόρημα του Καλαβρή βρίσκεται στην λεπτομερή περιγραφή όσων διηγείται, πράγμα που κουράζει τον αναγνώστη και δεν τον αφήνει να απολαύσει τα επίπεδα του έργου του. Αξίζει όμως να διαβαστεί γιατί πρόκειται για βιβλίο πρωτοεμφανιζόμενου που δίνει δείγματα μιας ώριμης, συνειδητοποιημένης γραφής. Αποτέλεσμα σεμιναρίων δημιουργικής γραφής; Αν η δημιουργική γραφή βοηθάει σ’ αυτό το επίπεδο καλώς να έρθει. Σίγουρα όμως προϋποθέτει αυτό που θα λέγαμε «στόφα συγγραφέα». Διαφορετικά θα έχουμε καλογραμμένα «άψυχα» βιβλία. Κάθε άλλο όμως παρά σ' αυτή την κατηγορία των "άψυχων" ανήκει το βιβλίο του Καλαβρή.
Παραθέτω το κείμενο από το οπισθόφυλλο του βιβλίου.
«Η ψυχή του πλήγιασε χρόνια πριν. Διάλεξε να κρυφτεί, να φύγει για μια Νέα Υόρκη που έδινε τότε αβίαστα άσυλο σε μπερδεμένους ανθρώπους με παράξενες ιστορίες πίσω τους. Ορκιζόταν πως δεν θα επέστρεφε, αλλά οι επιστροφές είναι αυτές που δίνουν την εύκολη λύση της τραγωδίας...Του φταίξανε πολλά... Το χωριό του, που ήταν λίγο πιο ιδιότροπο απ' τα άλλα, λίγο πιο μαγικό, με μια δικιά του θεωρία για το παιδί που γεννιέται με το σημάδι της μοίρας και πρέπει να θυσιαστεί.»

Sunday, January 14, 2007

Καλά και κακά βιβλία.

Μετά από μερικούς μήνες που από αυτό το μπλογκ γράφω τις σκέψεις μου για τα βιβλία που διαβάζω, προβληματίζομαι για όλα όσα πίστευα σχετικά με τη βιβλιοκρισία. Θέλω να επαναλάβω από εδώ ότι δεν είμαι προς Θεού κριτικός ούτε θέλω να παίξω αυτόν το ρόλο. Δεν θα μπορούσα άλλωστε. Διάλεξα να λέω την προσωπική μου άποψη για κάποια βιβλία. Δεν διαβάζω μόνο ελληνική λογοτεχνία. Πολλά από τα βιβλία που διαβάζω είναι ξένα. Διάλεξα όμως να γράφω για τα ελληνικά διότι κρίνω ότι πολλές φορές αδικούνται από πλευράς εμφανίσεως στον τύπο. Μπορεί να κάνω και λάθος. Διορθώστε με.

Μετά λοιπόν από όλους αυτούς του μήνες διαβάζω εχθές στο Βιβλιοδρόμιο των Νέων ένα άρθρο του βιβλιοκριτικού Δημοσθένη Κούρτοβικ που με έκανε να προβληματιστώ πολύ για την ελληνική λογοτεχνία. Ο ίδιος ο κ. Κούρτοβικ το θέτει προς συζήτηση. Παραθέτω απόσπασμα από το άρθρο του και πιστεύω ότι πραγματικά θα ξεκινήσει πάνω σ' αυτό το θέμα "Τών καλών βιβλίων (!)" ανοιχτή συζήτηση που θα φέρει και κάποια αποτελέσματα. "...Με τόσα εργαστήρια «δημιουργικής γραφής» που υπάρχουν σήμερα, τόσους διαγωνισμούς διηγήματος για την προσέλκυση «νέων ταλέντων», τόσες αναγνωστικές εμπειρίες όλο και περισσότερων ανθρώπων, τόση «λογοτεχνίτιδα» γύρω μας (για να δανειστώ έναν όρο του Βασίλη Βασιλικού), είναι δύσκολο πια να γραφτούν κακά βιβλία. Σχεδόν όλα τα βιβλία που εκδίδονται στις μέρες μας είναι καλογραμμένα, έχουν στρωτή, σε όχι σπάνιες περιπτώσεις ζωηρή γλώσσα, έχουν ικανοποιητική αφηγηματική τεχνική, γλαφυρές περιγραφές, χιούμορ, πολύ συχνά έχουν και έξυπνες ιδέες.

Μόνον ένα πράγμα δεν έχουν: ειδικό βάρος. Πρωτοτυπία. Προσωπικότητα.

Από τότε που πλημμυρίσαμε από καλά βιβλία χάθηκαν τα ξεχωριστά βιβλία, τα βιβλία που αισθανόμαστε πως είναι σημαντικά και προσπαθούμε να εξηγήσουμε γιατί, συζητώντας με άλλους. Ακούμε συχνά στις παρέες τους φίλους και τους γνωστούς μας να λένε για το α ή το β βιβλίο ότι είναι καλό, ότι μου άρεσε ή ότι πέρασα καλά μαζί του - τρεις ομόρροπες δηλώσεις που σχηματίζουν φθίνουσα σειρά, ως προς τον βαθμό βεβαιότητας του ομιλητή ή τη διάθεσή του να υπερασπίσει την άποψή του, αλλά αύξουσα σειρά ως προς τη συχνότητα με την οποία γίνονται. Εδώ και πολλά χρόνια, σχεδόν ποτέ δεν ακούμε κάποιον να μιλάει μ' ενθουσιασμό για ένα βιβλίο ή με τρόπο που να φανερώνει ότι αυτό που διάβασε τον προβλημάτισε.

Αλλά μήπως είναι διαφορετική η κυρίαρχη στάση της κριτικής; Κι εκεί επίσης πρυτανεύει η λογική του «καλού» βιβλίου, η οποία εκφράζεται με σχόλια όπως ότι το καινούργιο βιβλίο του τάδε αναγνωρισμένου συγγραφέα είναι ισάξιο ή καλύτερο ή λιγότερο καλό από τα προηγούμενα (αλλά σπανιότατα ότι είναι διαφορετικό από αυτά), με την ανάλωση του κριτικού σε καλολογικές αναλύσεις και τεχνικές παρατηρήσεις, με την επισήμανση μιας «ενδιαφέρουσας» και «ελπιδοφόρας» νέας φωνής κ.λπ. κ.λπ. Σχεδόν ποτέ δεν μας μεταδίνεται η αίσθηση πως ένα βιβλίο αποτέλεσε πρόκληση για τον κριτικό, πως τον αναστάτωσε κι έβαλε σε δοκιμασία τα παγιωμένα κριτήριά του, πως ανάγκασε τη σκέψη του να κινηθεί σε καινούργια μονοπάτια. Σχεδόν ποτέ δεν θα διαβάσουμε για ένα βιβλίο ότι μας αποκαλύπτει κάτι που δεν είχαμε σκεφτεί ή δεν είχαμε συνειδητοποιήσει ή δεν τολμούσαμε να παραδεχτούμε ή ότι μας παρουσιάζει κάτι που (νομίζαμε πως) ξέρουμε σε καινούργιο φως. Σχεδόν ποτέ δεν μαθαίνουμε γιατί ένα βιβλίο πρέπει να μας απασχολήσει πέρα από το ότι είναι «καλό».

Τα καλά βιβλία είναι σαν τα καλά παιδιά: φρόνιμα, υπάκουα, επιμελή, συμβατικά (ακόμα και στα παιχνίδια ή τα καλαμπούρια τους, που αποδέχονται τα κυρίαρχα πρότυπα) και, εννοείται, αφόρητα βαρετά. Όπως τα καλά παιδιά, έτσι και τα καλά βιβλία δεν αμφισβητούν ουσιαστικά τον κόσμο στον οποίο πρόκειται να ενταχθούν και, ακόμα και όταν δυσφορούν γι' αυτόν, το εκφράζουν με τρόπους προαποφασισμένους, εγκεκριμένους και υπαγορευμένους από αυτόν ακριβώς τον κόσμο. Δεν έχουν εκείνη την τρέλα, εκείνη την απρόβλεπτη, παρεκκλίνουσα ή παραβατική συμπεριφορά που μπορεί και να δείχνει υγεία..."

Η ερώτηση είναι όχι πώς θα πρέπει ο κριτικός λογοτεχνίας να κρίνει πλέον ένα βιβλίο. Αυτό ίσως δεν είναι κάτι που προσωπικά μπορώ να το απαντήσω. Αν και με έχει βάλει σε πολλές σκέψεις. ¨η ερώτηση είναι προς τους συγγραφείς επίσης. Με τι φιλοδοξηίες ξεκινάει ο καθένας να γράφει;

Σ' αυτή την περίπτωση τα σχόλιά σας θα προάγουν τη συζήτηση.

Thursday, January 04, 2007

Ένας συγγραφέας που γράφει για τον εαυτό του

Διαβάζοντας τον Τάσο Γουδέλη έχεις την εντύπωση πως κινείσαι πάνω σε ναρκοπέδιο. Σε κάθε παράγραφο πιστεύεις ότι θα γίνει η έκρηξη. Και βαδίζεις ψαχτά. Γυρίζεις σελίδα και αντί να φωτίζεται το πεδίο αυτό σκοτεινιάζει. Και η έκρηξη δεν κάνει την εμφάνισή της. Στο καινούριο βιβλίο του «Οικογενειακές Ιστορίες» από τις εκδόσεις Κέδρος, το έκτο κατά σειράν, ο Τάσος Γουδέλης προσπαθεί να αφηγηθεί μια οικογενειακή ιστορία που συνέβη γύρω στη δεκαετία του ’50 και παλιότερα. Οι ήρωες παρουσιάζονται σαν να πλέουν απομονωμένοι σε κενό χωρόχρονο καθώς κανένα από τα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω τους (εποχή μεσοπολέμου) δεν τα επηρεάζει ψυχολογικά. Η γραφή του είναι κινηματογραφική, και το κάνει και ο ίδιος απόλυτα σαφές καθώς χρησιμοποιεί την ορολογία του φωτός, του φακού κλπ. Πολλές φορές η ίδια αυτή γραφή γίνεται ποιητική και σε συγκινεί. Άλλοτε αποστασιοποιείται και γίνεται απόμακρη, ελλειπτική, ερμητικά κλειστή, αδιάφανη που σε διώχνει μακριά της. Δυσκολεύτηκα να ολοκληρώσω το βιβλίο και αναρωτιόμουν συνεχώς τι κρύβεται πίσω από τις λέξεις του Γουδέλη. Τότε μου ήρθε στο νου η φράση κάποιου ότι εκείνος που κρύβει αυτά που θέλει να πει δεν έχει τίποτα να πει. Δεν θα το έλεγα αυτό για τον Γουδέλη. Θα έλεγα ότι μεταμφιέζεται γράφοντας σε κάτι άλλο. Αυτό που θέλει να πει δεν το λέει για κάποιους προσωπικούς του λόγους ή για κάποιους άλλους που μπορεί να είναι αδυναμία της έκφρασης ή συγγραφική ανωριμότητα ή αβεβαιότητα ή διάθεση εντυπωσιασμού στη χειρότερη περίπτωση ή κάτι άλλο αδιευκρίνιστο, πέρα από τις δικές μου ανεπαρκείς δυνατότητες που διαθέτω σαν απλός αναγνώστης με μεγάλη όμως επιθυμία να καταλάβω. Ευτυχώς το βιβλίο είναι μόνο 120 σελίδες.
Παραθέτω το κείμενο από το οπισθόφυλλο.
«Το «εσωτερικό» μιας οικογένειας που το παρακολουθούμε σε ένα αφηγηματικό ταχυδράμα μεταξύ 1920 και 1950. Ο Τάσος Γουδέλης αυτή τη φορά προτείνει μια ιστορία εσωστρέφειας, ενοχών και αποκρύψεων μέσα από το γνωστό του πυκνό ύφος. Το ψυχολογικό «ημίφως» που κυριαρχεί αναπαρίσταται με μία γλώσσα μη περιγραφική και αντιπεζολογική: η ποιητική απόχρωση είναι το ζητούμενο σε αυτή την κλειστοφοβική αφήγηση, η οποία περισσότερα υπαινίσσεται παρά δηλώνει.»
Free Web Site Counter
Site Counter