Μετά από μερικούς μήνες που από αυτό το μπλογκ γράφω τις σκέψεις μου για τα βιβλία που διαβάζω, προβληματίζομαι για όλα όσα πίστευα σχετικά με τη βιβλιοκρισία. Θέλω να επαναλάβω από εδώ ότι δεν είμαι προς Θεού κριτικός ούτε θέλω να παίξω αυτόν το ρόλο. Δεν θα μπορούσα άλλωστε. Διάλεξα να λέω την προσωπική μου άποψη για κάποια βιβλία. Δεν διαβάζω μόνο ελληνική λογοτεχνία. Πολλά από τα βιβλία που διαβάζω είναι ξένα. Διάλεξα όμως να γράφω για τα ελληνικά διότι κρίνω ότι πολλές φορές αδικούνται από πλευράς εμφανίσεως στον τύπο. Μπορεί να κάνω και λάθος. Διορθώστε με.
Μετά λοιπόν από όλους αυτούς του μήνες διαβάζω εχθές στο Βιβλιοδρόμιο των Νέων ένα άρθρο του βιβλιοκριτικού Δημοσθένη Κούρτοβικ που με έκανε να προβληματιστώ πολύ για την ελληνική λογοτεχνία. Ο ίδιος ο κ. Κούρτοβικ το θέτει προς συζήτηση. Παραθέτω απόσπασμα από το άρθρο του και πιστεύω ότι πραγματικά θα ξεκινήσει πάνω σ' αυτό το θέμα "Τών καλών βιβλίων (!)" ανοιχτή συζήτηση που θα φέρει και κάποια αποτελέσματα. "...Με τόσα εργαστήρια «δημιουργικής γραφής» που υπάρχουν σήμερα, τόσους διαγωνισμούς διηγήματος για την προσέλκυση «νέων ταλέντων», τόσες αναγνωστικές εμπειρίες όλο και περισσότερων ανθρώπων, τόση «λογοτεχνίτιδα» γύρω μας (για να δανειστώ έναν όρο του Βασίλη Βασιλικού), είναι δύσκολο πια να γραφτούν κακά βιβλία. Σχεδόν όλα τα βιβλία που εκδίδονται στις μέρες μας είναι καλογραμμένα, έχουν στρωτή, σε όχι σπάνιες περιπτώσεις ζωηρή γλώσσα, έχουν ικανοποιητική αφηγηματική τεχνική, γλαφυρές περιγραφές, χιούμορ, πολύ συχνά έχουν και έξυπνες ιδέες.
Μόνον ένα πράγμα δεν έχουν: ειδικό βάρος. Πρωτοτυπία. Προσωπικότητα.
Από τότε που πλημμυρίσαμε από καλά βιβλία χάθηκαν τα ξεχωριστά βιβλία, τα βιβλία που αισθανόμαστε πως είναι σημαντικά και προσπαθούμε να εξηγήσουμε γιατί, συζητώντας με άλλους. Ακούμε συχνά στις παρέες τους φίλους και τους γνωστούς μας να λένε για το α ή το β βιβλίο ότι είναι καλό, ότι μου άρεσε ή ότι πέρασα καλά μαζί του - τρεις ομόρροπες δηλώσεις που σχηματίζουν φθίνουσα σειρά, ως προς τον βαθμό βεβαιότητας του ομιλητή ή τη διάθεσή του να υπερασπίσει την άποψή του, αλλά αύξουσα σειρά ως προς τη συχνότητα με την οποία γίνονται. Εδώ και πολλά χρόνια, σχεδόν ποτέ δεν ακούμε κάποιον να μιλάει μ' ενθουσιασμό για ένα βιβλίο ή με τρόπο που να φανερώνει ότι αυτό που διάβασε τον προβλημάτισε.
Αλλά μήπως είναι διαφορετική η κυρίαρχη στάση της κριτικής; Κι εκεί επίσης πρυτανεύει η λογική του «καλού» βιβλίου, η οποία εκφράζεται με σχόλια όπως ότι το καινούργιο βιβλίο του τάδε αναγνωρισμένου συγγραφέα είναι ισάξιο ή καλύτερο ή λιγότερο καλό από τα προηγούμενα (αλλά σπανιότατα ότι είναι διαφορετικό από αυτά), με την ανάλωση του κριτικού σε καλολογικές αναλύσεις και τεχνικές παρατηρήσεις, με την επισήμανση μιας «ενδιαφέρουσας» και «ελπιδοφόρας» νέας φωνής κ.λπ. κ.λπ. Σχεδόν ποτέ δεν μας μεταδίνεται η αίσθηση πως ένα βιβλίο αποτέλεσε πρόκληση για τον κριτικό, πως τον αναστάτωσε κι έβαλε σε δοκιμασία τα παγιωμένα κριτήριά του, πως ανάγκασε τη σκέψη του να κινηθεί σε καινούργια μονοπάτια. Σχεδόν ποτέ δεν θα διαβάσουμε για ένα βιβλίο ότι μας αποκαλύπτει κάτι που δεν είχαμε σκεφτεί ή δεν είχαμε συνειδητοποιήσει ή δεν τολμούσαμε να παραδεχτούμε ή ότι μας παρουσιάζει κάτι που (νομίζαμε πως) ξέρουμε σε καινούργιο φως. Σχεδόν ποτέ δεν μαθαίνουμε γιατί ένα βιβλίο πρέπει να μας απασχολήσει πέρα από το ότι είναι «καλό».
Τα καλά βιβλία είναι σαν τα καλά παιδιά: φρόνιμα, υπάκουα, επιμελή, συμβατικά (ακόμα και στα παιχνίδια ή τα καλαμπούρια τους, που αποδέχονται τα κυρίαρχα πρότυπα) και, εννοείται, αφόρητα βαρετά. Όπως τα καλά παιδιά, έτσι και τα καλά βιβλία δεν αμφισβητούν ουσιαστικά τον κόσμο στον οποίο πρόκειται να ενταχθούν και, ακόμα και όταν δυσφορούν γι' αυτόν, το εκφράζουν με τρόπους προαποφασισμένους, εγκεκριμένους και υπαγορευμένους από αυτόν ακριβώς τον κόσμο. Δεν έχουν εκείνη την τρέλα, εκείνη την απρόβλεπτη, παρεκκλίνουσα ή παραβατική συμπεριφορά που μπορεί και να δείχνει υγεία..."
Η ερώτηση είναι όχι πώς θα πρέπει ο κριτικός λογοτεχνίας να κρίνει πλέον ένα βιβλίο. Αυτό ίσως δεν είναι κάτι που προσωπικά μπορώ να το απαντήσω. Αν και με έχει βάλει σε πολλές σκέψεις. ¨η ερώτηση είναι προς τους συγγραφείς επίσης. Με τι φιλοδοξηίες ξεκινάει ο καθένας να γράφει;
Σ' αυτή την περίπτωση τα σχόλιά σας θα προάγουν τη συζήτηση.