Σουρούνης αυτοβιογραφούμενος
Οι αυτοβιογραφίες έχουν γίνει της μόδας πλέον και στα καθ’ ημάς. Μετά από μια ορισμένη ηλικία οι συγγραφείς φαίνεται αισθάνονται «ώριμοι» να μιλήσουν για τον εαυτό τους και να εκτεθούν για τα καλά. Ακόμη και νεότεροι το επιχειρούν διαλέγοντας να αφηγηθούν ένα δυνατό κομμάτι από τη ζωή τους ακολουθώντας την ίδια μόδα που έχει κυριεύσει τον κόσμο και τροφοδοτείται συνεχώς από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, τα οποία προβάλουν «αληθινές ιστορίες» κάθε είδους. Αν η αυτοβιογραφία έχει ή όχι ενδιαφέρον δεν εξαρτάται από το τι έχει ζήσει στην πραγματικότητα ο συγγραφέας αλλά με τι τρόπο αφηγείται ό,τι έχει διαλέξει να διηγηθεί. Άρα, μπορώ να καταλήξω εν συντομία, οι αυτοβιογραφίες ακολουθούν την αξία του συγγραφέα τους.
Ο Αντώνης Σουρούνης είναι ένα δυνατό χαρτί της ελληνικής πεζογραφίας. Δεν μπορείς να διαβάσεις Σουρούνη και να κλείσεις το βιβλίο ξεχνώντας την αναστάτωση, την οποία σου έχει προκαλέσει. «Οι ιστορίες της Φρανκφούρτης», ο «Γκας ο γκάνγκστερ» είναι βιβλία που με έχουν κρατήσει ξάγρυπνο με τη γυναίκα μου να αναρωτιέται τι συμβαίνει. Το καινούριο του βιβλίο είναι διαφορετικό. Όχι σαν ύφος, ο Σουρούνης είναι πάντα ο ίδιος, αυτοβιογραφικός, αθυρόστομος, ειρωνικός, άμεσος.
«Το μονοπάτι στη θάλασσα», από τις εκδόσεις Καστανιώτη, ακουμπά περισσότερο στον συναισθηματικό Σουρούνη. Είναι δε πέρα για πέρα αυτοβιογραφικό καθώς εξιστορεί την παιδική του ηλικία στη Θεσσαλονίκη, εκεί που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Με γραφή συνειρμητική, με συνεχείς παρεμβάσεις άλλων γεγονότων πηγαίνει μπρος πίσω και αναπαριστά γλαφυρά την Θεσσαλονίκη της οδού Μουσών, του Γεντί Κουλέ, της γειτονιάς, των παιδικών φίλων, των πρώτων σκιρτημάτων του έρωτα. Και όλα αυτά ιδωμένα με την αφελή ματιά του παιδιού, η οποία κρύβει την ειρωνική διάθεση του ενήλικα Σουρούνη. Δεν μπορώ να πω ότι είναι το καλύτερο βιβλίο του συγγραφέα, όμως οι 650 σελίδες του είναι γοητευτικές και συγκινητικές.
Παραθέτω το κείμενο από το οπισθόφυλλο.
«Ήταν πριν πολλά χρόνια, τότε που οι άνθρωποι δεν είχαν ακόμα χωριστεί σε πλούσιους και φτωχούς κι όλα πάνω στη γη ήταν μικρά, στενά και λίγα. Tα σπίτια μας ήταν μικρά, τα μαγαζιά ήταν μικρά, η οδός Mουσών ήταν στενή, το κρεβάτι μου ήταν στενό, οι εκκλησίες ήταν μικρές, οι φίλοι μου ήταν μικροί. Kαι τα ρούχα μας ήταν στενά και λίγα, αφού ο παπα-Γιώργης που μας τα 'δινε δε μας μετρούσε με τη μεζούρα. O κόσμος ήταν κι αυτός μικρός κι έπιανε από το δάσος του Σέιχ Σου μέχρι τη θάλασσα του Λευκού Πύργου. H ίδια η γη ήταν τόσο μικρή, που όταν πήγα σχολείο και την είδα πάνω στο τραπέζι του δάσκαλου μπόρεσα να την αγκαλιάσω. Tα αυτοκίνητα και τα αεροπλάνα ήταν τόσο λίγα, που όταν έβλεπες ένα χειροκροτούσες και το κοίταζες μέχρι να χαθεί, γιατί θ' αργούσες πολύ να ξαναδείς άλλο. Tηλέφωνο ούτε ακούγαμε ούτε βλέπαμε. Για να το δει κανείς, έπρεπε να φάει ξύλο. Aν ήταν μικρός, στο γραφείο του διευθυντή του σχολείου· αν ήταν μεγάλος, στο γραφείο του διευθυντή της αστυνομίας. Tο φαΐ ήταν τόσο λίγο, που όταν το είχαν οι άνθρωποι μπροστά τους κάνανε το σταυρό τους σαν μπροστά σε εικόνισμα. Kλέφτες δεν υπήρχαν, γιατί οι άνθρωποι δεν είχαν τίποτα να τους κλέψεις. Tο μόνο που έκλεβαν κάθε τόσο τα παλικάρια ήταν καμιά όμορφη κοπέλα, κι αυτό γιατί ο μπαμπάς της τσιγγουνευόταν να τους τη δώσει κι αφού εκείνη προηγουμένως τους είχε κλέψει την καρδιά».
Ο Αντώνης Σουρούνης είναι ένα δυνατό χαρτί της ελληνικής πεζογραφίας. Δεν μπορείς να διαβάσεις Σουρούνη και να κλείσεις το βιβλίο ξεχνώντας την αναστάτωση, την οποία σου έχει προκαλέσει. «Οι ιστορίες της Φρανκφούρτης», ο «Γκας ο γκάνγκστερ» είναι βιβλία που με έχουν κρατήσει ξάγρυπνο με τη γυναίκα μου να αναρωτιέται τι συμβαίνει. Το καινούριο του βιβλίο είναι διαφορετικό. Όχι σαν ύφος, ο Σουρούνης είναι πάντα ο ίδιος, αυτοβιογραφικός, αθυρόστομος, ειρωνικός, άμεσος.

Παραθέτω το κείμενο από το οπισθόφυλλο.
«Ήταν πριν πολλά χρόνια, τότε που οι άνθρωποι δεν είχαν ακόμα χωριστεί σε πλούσιους και φτωχούς κι όλα πάνω στη γη ήταν μικρά, στενά και λίγα. Tα σπίτια μας ήταν μικρά, τα μαγαζιά ήταν μικρά, η οδός Mουσών ήταν στενή, το κρεβάτι μου ήταν στενό, οι εκκλησίες ήταν μικρές, οι φίλοι μου ήταν μικροί. Kαι τα ρούχα μας ήταν στενά και λίγα, αφού ο παπα-Γιώργης που μας τα 'δινε δε μας μετρούσε με τη μεζούρα. O κόσμος ήταν κι αυτός μικρός κι έπιανε από το δάσος του Σέιχ Σου μέχρι τη θάλασσα του Λευκού Πύργου. H ίδια η γη ήταν τόσο μικρή, που όταν πήγα σχολείο και την είδα πάνω στο τραπέζι του δάσκαλου μπόρεσα να την αγκαλιάσω. Tα αυτοκίνητα και τα αεροπλάνα ήταν τόσο λίγα, που όταν έβλεπες ένα χειροκροτούσες και το κοίταζες μέχρι να χαθεί, γιατί θ' αργούσες πολύ να ξαναδείς άλλο. Tηλέφωνο ούτε ακούγαμε ούτε βλέπαμε. Για να το δει κανείς, έπρεπε να φάει ξύλο. Aν ήταν μικρός, στο γραφείο του διευθυντή του σχολείου· αν ήταν μεγάλος, στο γραφείο του διευθυντή της αστυνομίας. Tο φαΐ ήταν τόσο λίγο, που όταν το είχαν οι άνθρωποι μπροστά τους κάνανε το σταυρό τους σαν μπροστά σε εικόνισμα. Kλέφτες δεν υπήρχαν, γιατί οι άνθρωποι δεν είχαν τίποτα να τους κλέψεις. Tο μόνο που έκλεβαν κάθε τόσο τα παλικάρια ήταν καμιά όμορφη κοπέλα, κι αυτό γιατί ο μπαμπάς της τσιγγουνευόταν να τους τη δώσει κι αφού εκείνη προηγουμένως τους είχε κλέψει την καρδιά».