Και τα τρία βιβλία στα οποία θα αναφερθώ έχουν παρουσιαστεί στον τύπο με καλές ή αρνητικές κριτικές. Θα μπορούσα και να τα παρακάμψω αλλά φεύγοντας τα έβαλα στη βαλίτσα των διακοπών και μου κράτησαν συντροφιά λίγο καιρό. Έτσι έχω την υποχρέωση να μιλήσω γι’ αυτά. Θέλω να ενημερώσω ότι διαβάζω περισσότερα βιβλία από όσα παρουσιάζω εδώ. Συνήθως αποφεύγω αυτά που δεν κατορθώνω να τελειώσω ή αυτά που δεν είχαν τίποτα να μου πουν. Ακόμη αποφεύγω και κάποια που τυχαίνει να γνωρίζω τους συγγραφείς τους είτε το γνωρίζουν εκείνοι είτε όχι. Και αποφεύγω συστηματικά τα βιβλία των συνμπλόγκερς, μέχρι στιγμής τουλάχιστον. Αν συνεχίσω αυτό το μπλογκ ίσως αναθεωρήσω αυτές τις θέσεις.
Ο Θοδωρής Καλλιφατίδης με έχει κερδίσει σαν συγγραφέας αλλά και σαν παρουσία. Το τελευταίο του βιβλίο «Μητέρες και γιοι» από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης μου κέντρισε αμέσως το ενδιαφέρον είτε γιατί με έφερε κοντά σε πολύ γνωστές προσωπικές μου καταστάσεις είτε γιατί μου εξιστόρησε τα πάθη των ελλήνων στα δύσκολα χρόνια των πολέμων και των καταστροφών με τρόπο απλό και αποστασιοποιημένο. Ο Καλλιφατίδης χρησιμοποιεί απλή γλώσσα αλλά συγχρόνως πλούσια σε συναισθηματικό φορτίο, που δεν γίνεται ποτέ μελό αν και καταφέρνει να συγκινεί. Μια απλή ιστορία ξανασμιξίματος με τη μάνα του και μια κατάθεση ιστοριών από το ημερολόγιο του πατέρα του, όπου ανάμεσα σε γεμιστά και κεφτεδάκια από τα χέρια της μάνας ξεδιπλώνεται όλη η ελληνική νοοτροπία και ιστορία. Χαλαρό γράψιμο αλλά ποτέ πλαδαρό. Σαν να κυλάει ένα ρυάκι. Η Ελλάδα μέσα από τα μάτια ενός ανθρώπου που έχει λείψει πολύ και νιώθει υγιή νοσταλγία.
Παραθέτω το κείμενο από το οπισθόφυλλο.
«Όταν ήμουν παιδί πίστευα ότι θα πέθαινα πριν από τη μητέρα μου, σύμφωνα με την αρχή ότι το δέντρο επιβιώνει του καρπού του. Με τον καιρό κατάλαβα την ορθή ή τουλάχιστον τη φυσική σειρά των πραγμάτων, οπότε απέκτησα ένα νέο πρόβλημα: πώς θα μπορούσα να της δώσω μια τέτοια λύπη σαν το θάνατό μου; Αυτή η σκέψη με έκανε προσεκτικό και φρόνιμο. Τα παιχνίδια μου δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα τολμηρά, κατά κανόνα προσπαθούσα να βρίσκομαι κοντά της, κάτι που μου θυμίζει συχνά όταν της τηλεφωνώ τα Σάββατα.
Μένει στην Αθήνα. Εγώ ζω στη Στοκχόλμη περίπου σαράντα τρία χρόνια..»
Αύγουστο Κορτώ έχω διαβάσει πάλι στο παρελθόν, το «Αυτοκτονώντας ασύστολα», που είχε κατηγορηθεί ότι θύμιζε πολύ κάποιο γαλλικό μυθιστόρημα ακόμη και το εξώφυλλό του. Δεν παίρνω θέση σ’ αυτό. Αναφέρομαι στο καινούριο βιβλίο του τον «Δαιμονιστή» από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Ήδη οι συνεντεύξεις του συγγραφέα και το κείμενο του οπισθόφυλλου μου είχαν κεντρίσει το ενδιαφέρον. Και πραγματικά διάβασα τις καλλίτερες 30 σελίδες από τα πρόσφατα αναγνώσματά μου. Τις πρώτες 30 σελίδες. Δυνατή γραφή, εμπνευσμένη, ενδιαφέρουσα, απρόβλεπτη, σκληρή αλλά μαγευτική. Τι γίνεται όμως με τις υπόλοιπες σχεδόν 300 σελίδες; Σίγουρα το ότι είναι γεμάτες σπέρμα και αίμα δεν βοηθάει. Ούτε είναι αυτό που τις σκοτώνει. Η πληθωρική γραφή αλλού ξεχειλώνει κι αλλού φτιάχνει ενδιαφέρουσες στιγμές. Καταλαβαίνεις ότι κάτι πολύ δυνατό έχει σφηνωθεί στο μυαλό του συγγραφέα αλλά κυλάει ανοργάνωτο στο χαρτί και σκορπιέται. Ώσπου σύρεται μέχρι το παιδαριώδες τέλος. Θεωρώ τον «Δαιμονιστή» ενδιαφέρον πρωτογενές υλικό αλλά ακαλλιέργητο, αν μου επιτρέπεται η λέξη.
Παραθέτω το κείμενο από το οπισθόφυλλο.
«Δεν μπορώ να σας πω το όνομά μου, γιατί δεν έχω όνομα. Είμαι γόνος μιας αρχαίας ράτσας. Είμαι Δαιμονιστής. Κι αυτή είναι η ιστορία μου. Έτσι ξεκινά η αφήγηση ενός ανθρώπου που δεν είναι ακριβώς άνθρωπος. Ενός πλάσματος που ζει με διαφορετικές μορφές ανάμεσά μας. Το πρόβλημα και ταυτόχρονα η κόλασή του είναι ο έρωτας. Γι’ αυτόν κλέβει, γι’ αυτόν σκοτώνει, γι’ αυτόν βυθίζεται διαρκώς στην αθλιότητα. Η ιστορία του διαβάζεται σαν άγριο θρίλερ ή σαν απίστευτο βέβηλο χρονικό…»
Με την Αμάντα Μιχαλοπούλου και τη «Πριγκίπισσα Σαύρα» πάλι από τις εκδόσεις Καστανιώτη, τα πράγματα δείχνουν λίγο πιο άτυχα. Η συγγραφέας ανήκει σ’ αυτό το είδος των συγγραφέων που κατά τη γνώμη μου είναι καλύτερη πάντα στο προηγούμενό της. Δυστυχώς ο εγκιβωτισμός μιας μικρής ιστορίας μέσα σε μια μεγάλη είναι ένα τέχνασμα που χρησιμοποιείται πλέον ευρύτατα κι έτσι δεν αποδίδει αυτό που θα απέδιδε αν δεν είχε φθαρεί. Αλλά και εκτός αυτού χρειάζεται μεγάλη μαεστρία για να μην αλληλοκαλύπτονται οι ιστορίες, να έχουν η κάθε μία το δικό της ενδιαφέρον και οι δυο μαζί να οδηγούν το βιβλίο παρα κάτω. Οι επαναλήψεις της Μιχαλοπούλου ήταν κουραστικές, ο μαγικός της ρεαλισμός(!) πολύ άχαρος για να είναι μαγικός και όσο για ρεαλισμός έφερνε προς την κοινοτυπία. Καλά ελληνικά πάντως, πράγμα στο οποίο η συγγραφέας δίνει ρεσιτάλ.
Παραθέτω το κείμενο από το οπισθόφυλλο.
«Ο Σταμάτης, ένας πενηνταπεντάρης δημοσιογράφος, καταρρέει μπροστά στα μάτια της νεαρής γυναίκας του. Συντετριμμένος από μια αναπάντεχη απώλεια, εγκαταλείπει την οικογενειακή εστία. Τότε η Περσεφόνη ξεκινάει ένα μακρύ ταξίδι πάνω και κάτω από τη γη, προκειμένου να τον ξαναβρεί. Στο μεταξύ η ζωή της έχει ήδη αναστατωθεί από τις νυχτερινές επισκέψεις της νεκρής μητέρας της αλλά και από την κρυψίνοια της μικρής της κόρης. Και η δοκιμασία της εγείρει ερωτήματα που βυθίζουν σταδιακά τον αναγνώστη σε μια απρόβλεπτη ψυχολογική περιπέτεια: Πώς συνδέονται αυτά τα περίεργα φαινόμενα μ' ένα παλιό χειρόγραφο της μητέρας της; Γιατί όποιος διαβάζει τρομακτικά κείμενα κινδυνεύει να αιχμαλωτιστεί στην πλοκή τους; Ή μήπως δεν φταίνε τόσο τα βιβλία, όσο ο πειθαναγκασμός;»